"Οι σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς" είναι ο τίτλος μιας έρευνας που έγινε στα 1995 στην Κύπρο και στα πλαίσια προγράμματος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Με αφορμή τις αποφάσεις του Ο.Η.Ε για το Διεθνές Έτος Οικογένειας , η έρευνα αυτή εξέτασε την επικοινωνία των δασκάλων με τους γονείς και το κοινωνικό - ψυχολογικό κλίμα που αναπτύσσεται μεταξύ τους κατά τη συνεργασία Σχολείου - Οικογένειας.
Βασικός σκοπός της έρευνας ήταν να σκιαγραφήσει τις σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς . Ως δευτερεύοντες στόχους έθεσε αφενός τη συσχέτιση των ατομικών - δημογραφικών χαρακτηριστικών - βαθμού επαγγελματικής ικανοποίησης του δασκάλου με τη στάση και τη συμπεριφορά του προς τους γονείς και αφετέρου την καταγραφή των πηγών από τις οποίες αντλούν γνώσεις οι εκπαιδευτικοί για το χειρισμό θεμάτων συνεργασίας με την οικογένεια .
Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 260 δάσκαλοι , οι οποίοι το Φεβρουάριο - Μάρτιο του 1995 υπηρετούσαν σε Δημοτικά Σχολεία της Επαρχίας Λευκωσίας στην Κύπρο . Η επιλογή τους έγινε με τη μέθοδο της τυχαίας επιλογής και ως δειγματοληπτική μονάδα χρησιμοποιήθηκε η σχολική μονάδα στην οποία υπηρετούσαν ( αστική - ημιαστική - αγροτική ) .
Η συλλογή των δεδομένων έγινε με τη συμπλήρωση γραπτού ερωτηματολογίου και η επεξεργασία τους πραγματοποιήθηκε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου με τη στατιστική διαδικασία SPSS . Κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκαν τόσο μέθοδοι της Περιγραφικής Στατιστικής όσο και της Επαγωγικής ( t-test & ανάλυση διασποράς ) . Ως ανεξάρτητες μεταβλητές εξετάστηκαν η ηλικία , το φύλο , οι τίτλοι σπουδών , τα χρόνια και ο τόπος υπηρεσίας του εκπαιδευτικού και ως παρεμβαλλόμενες ο βαθμός επαγγελματικής του ικανοποίησης και οι πηγές από τις οποίες αντλεί γνώσεις προκειμένου να χειριστεί ζητήματα συνεργασίας με τους γονείς .
Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής έδειξαν ότι η πλειοψηφία των δασκάλων συνεργάζεται με τους γονείς χωρίς όμως να υπάρχει μεταξύ τους αποτελεσματική επικοινωνία και χωρίς το κλίμα των σχέσεών τους να ευνοεί την περαιτέρω σύνδεση του σχολείου με την οικογένεια . Κύρια γνωρίσματα της συνεργασίας τους είναι οι ατομικές συναντήσεις δασκάλου - γονέων στο σχολείο , σε χρόνο που καθορίζεται από το σχολικό πρόγραμμα , η αλληλοενημέρωση για την επίδοση και τη συμπεριφορά του μαθητή , η παροχή οδηγιών εκ μέρους του δασκάλου και η υποβολή διευκρινιστικών ερωτήσεων εκ μέρους των γονέων . Χαρακτηριστικό της συνεργασίας τους είναι η αναζωογόνησή της όταν ο μαθητής παρουσιάζει προβλήματα και η εξασθένισή της όταν το παιδί "πηγαίνει καλά" στο σχολείο .
Η έρευνα κατέγραψε ως θετικά στοιχεία στις σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς τον υψηλό βαθμό συνεργασίας που δηλώνουν οι δάσκαλοι ( αριθμητικός μέσος όρος: 3,89 , με κλίμακα από το 1=ελάχιστο έως το 5=μέγιστο ) ,την επιδίωξη βελτίωσης του έργου του σχολείου και εκπλήρωσης του καθήκοντος προς τους γονείς , τη συχνή ενημέρωση των γονιών ( Μ.Ο. : 4,01 ) και την προθυμία του δασκάλου για βοήθεια προς την οικογένεια ( Μ.Ο. : 4,25 ) .
Αρνητικά στοιχεία που εντοπίστηκαν στη στάση των δασκάλων είναι : Η άρνηση τους για συμπαράσταση εκ μέρους των γονιών , η μη αναγνώριση του δικαιώματος που ο Ο.Η.Ε. έχει παραχωρήσει στους γονείς - για προτεραιότητα στην επιλογή του είδους εκπαίδευσης που θα δώσουν στα παιδιά τους - η απόρριψη της διεύρυνσης της συμμετοχής των γονιών ακόμη και σε τομείς που προτείνει το Υπουργείο Παιδείας . Τη στάση αυτή συνοδεύει η άρνηση του ενός στους δύο δασκάλους να συναντήσουν τους γονείς όταν εκείνοι το ζητήσουν , η έλλειψη ειλικρίνειας κατά την ενημέρωση των γονιών , η παθητικότητα στην επιδίωξη της συνεργασίας .
Παράλληλα διαπιστώθηκε αναποτελεσματική επικοινωνία ως προς τους τρόπους συνάντησης και ενημέρωσης ( αποφυγή ομαδικών συγκεντρώσεων και επισκέψεων του δασκάλου στο σπίτι του μαθητή , μη πρόσκληση των γονιών να παρακολουθήσουν τη ζωή της τάξης , απουσία του παιδιού από το πεδίο συνεργασίας ), τη συχνότητα και το περιεχόμενο των πληροφοριών που ζητά ο δάσκαλος από τους γονείς , την εκπαίδευση των γονιών (μη πραγματοποίηση ομιλιών ) , τη συμμετοχή των γονιών στη ζωή του σχολείου και την αξιοποίηση των ιδεών τους για βελτίωση του έργου του .
Υπογραμμίζεται ως ιδιαίτερα ανησυχητικό γεγονός ο χαμηλός βαθμός συνεργασίας για την προώθηση των στόχων του "Δεν Ξεχνώ" ( Μ.Ο. : 3,45 , κλίμακα 1=σχεδόν ποτέ , 5=πολύ συχνά ) και οι στατιστικώς σημαντικές διαφορές που χαρακτηρίζουν σ`αυτόν τον τομέα τους παλαιούς σε σχέση με τους νέους δασκάλους ( Μ.Ο. : 4,04 έναντι 2.94 ) .
Επισημαίνονται επίσης οι στατιστικώς σημαντικές διαφορές που διαπιστώθηκαν ως προς τον τόπο υπηρεσίας : Η συνεργασία γονιών - δασκάλων στις ημιαστικές περιοχές είναι πολύ χαμηλότερη απ`ότι στην πόλη και στο χωριό . Επιπρόσθετα τονίζεται πως τις ημιαστικές περιοχές της έρευνας αποτελούσαν κυρίως προσφυγικοί συνοικισμοί . Τα στοιχεία αυτά , σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας , οδήγησαν στο συμπέρασμα πως τα ατομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του δασκάλου επηρεάζουν καθοριστικά τη στάση και τη συμπεριφορά του προς τους γονείς . Ιδιαίτερη επίδραση διαπιστώθηκε ότι ασκούν η "Ηλικία" και τα "Χρόνια Υπηρεσίας" αφενός , ως παράγοντες που σχετίζονται με την εμπειρία του δασκάλου, και ο βαθμός επαγγελματικής ικανοποίησης αφετέρου . Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας , οι μεγάλοι σε ηλικία δάσκαλοι συνεργάζονται αποτελεσματικότερα με την οικογένεια ενώ οι νέοι συναντούν πολλά προβλήματα στις σχέσεις τους με τους γονείς . Ως βασική αιτία αυτών των διαφοροποιήσεων εντοπίστηκε η ελλιπής παιδαγωγική κατάρτιση του δασκάλου σε θέματα συνεργασίας ( οι εκπαιδευτικοί δήλωσαν ότι αντλούν γνώσεις κυρίως από την εμπειρία τους ) αλλά και η επαγγελματική ικανοποίηση που χαρακτηρίζει σε μεγαλύτερο βαθμό τους δασκάλους με πολλά χρόνια υπηρεσίας .
Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει η αδήριτη αναγκαιότητα ριζικών αλλαγών στο χώρο της εκπαίδευσης , ικανών να προωθήσουν τη συνεργασία του σχολείου με την οικογένεια . Την άποψη αυτή συνεπικουρεί το επίσημα διαπιστωμένο υψηλό ποσοστό σχολικής αποτυχίας στο Κυπριακό Εκπαιδευτικό Σύστημα και παράλληλα τα πορίσματα πλήθους ερευνών , τόσο στην Κύπρο όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο , πως η συνεργασία με τους γονείς αποτελεί βασικό γνώρισμα του αποτελεσματικού σχολείου . Στα πλαίσια αυτά ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης και η βελτίωση των όρων εργασίας του εκπαιδευτικού θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ . Η παρούσα έρευνα κρίνει επίσης σκόπιμο να εισηγηθεί αφενός περαιτέρω διερεύνηση του θέματος και αφετέρου :
Θεσμοθέτηση της συνεργασίας δασκάλου - γονέων . Διευκόλυνση των εργαζόμενων γονιών για συμμετοχή στην εκπαίδευση των παιδιών τους . Αναγνώριση από την Πολιτεία της σημασίας του ρόλου του δασκάλου ως συνεργάτη των γονιών και παράλληλη λήψη μέτρων για την κατά το δυνατόν καλύτερη άσκησή του . Επιστημονική καθοδήγηση και ενημέρωση των δασκάλων σε θέματα συνεργασίας σχολείου - οικογένειας , ιδιαίτερα των νέων σε ηλικία Υποστήριξη της συνεργασίας από ομάδες ειδικών ( ψυχολόγων , κοινωνικών λειτουργών κ.α. ).
____________________________
Στη συνέχεια δημοσιεύουμε επιλεκτικά κάποια αποσπάσματα από την έκθεση της έρευνας και που θεωρούμε ότι θα φανούν χρήσιμα για όσους διαβάζουν το ιστολόγιό μας, καθώς τόσο το θέμα των σχέσεων των δασκάλων με τους γονείς όσο και γενικότερα οι σχέσεις αποτελούν ένα από τα σημαντικά ζητήματα που απασχολούν το χώρο της εκπαίδευσης αλλά και την ευρύτερη σχολική κοινότητα:
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Το 1994 εορτάστηκε παγκόσμια ως Διεθνές ΄Ετος για την Οικογένεια. Σε σχετική απόφαση των Ηνωμένων Εθνών αναφέρεται πως επειδή η οικογένεια αποτελεί τη βασική μονάδα κοινωνίας της αξίζει ξεχωριστή προσοχή για κάθε δυνατή προστασία και βοήθεια , για να μπορέσει να ανταποκριθεί πλήρως στις κοινωνικές της υποχρεώσεις , σύμφωνα με τις διάφορες διακηρύξεις για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα . Η απόφαση αυτή αφορά άμεσα την εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς αφού : "Οικογένεια και σχολείο θεωρούνται και είναι οι δύο πιο σημαντικοί παράγοντες αγωγής , οι οποίοι δεν ενεργούν μόνο ανεξάρτητα αλλά και σε στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ τους ." ( Μπέλλας , 1985 : 165 ) Η κρίση του θεσμού της οικογένειας έχει προεκτάσεις στην όλη σχολική συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο, αναφέρει ο Ξηροτύρης ( 1975 ) .
Η μείωση της σημασίας και των δικαιωμάτων της οικογένειας αποδίδεται στην αντίστοιχη επέκταση της εξουσίας του κράτους , ιδιαίτερα δε στον τομέα της ανατροφής των παιδιών. Ο Piaget ( 1979 : 64) τονίζει πως : " Η απόλυτη εξουσία των πρεσβυτέρων της φυλής , έπειτα του pater familias και τέλος των γονέων στους πρόσφατους χρόνους περιορίστηκε όλο και περισσότερο από την εκπαιδευτική νομοθεσία, η οποία δεν απέβαινε πάντοτε σε όφελος του παιδιού ." Οι απόψεις αυτές υποστηρίζονται και από τον Gerzon : "Στις σύγχρονες τεχνολογικές κοινωνίες η έσχατη καταπίεση που δέχεται το άτομο από την κρατική εξουσία είναι η δημιουργία του "τεχνικού γονιού " που μόνο περιθωριακά είναι υπεύθυνος για την ανάπτυξη του παιδιού του . Σαν εργολάβος , με πολλούς υποεργολάβους μεταβιβάζει εξουσία και έλεγχο σε άλλους ειδικούς που εμπλέκονται στη διαδικασία αυτή. Οι μαιευτήρες φροντίζουν για τη γέννησή του , οι παιδίατροι για τις νόσους και τη θεραπεία του , οι δάσκαλοι για τη μόρφωσή του ... και οι ψυχίατροι , αν χρειάζεται , για τα αισθήματα που του δημιουργούνται ενδιάμεσα ." ( Π. ΤΕΡΛΕΞΗΣ , 1975 : 207 )
΄Οσο κι αν είναι εμφανές το στοιχείο της υπερβολής σ` αυτές τις δηλώσεις - σίγουρα κανείς δε θεωρεί καταπίεση τη θεραπεία των παιδιών από τον παιδίατρο - αξίζει όμως να μας προβληματίσει το σημείο που αναφέρεται στους δασκάλους , αφού η Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναφέρει στο άρθρο 26 , παράγραφος 3 , τα ακόλουθα : "Οι γονείς έχουν κατά προτεραιότητα το δικαίωμα να επιλέγουν το είδος της εκπαίδευσης που θα δώσουν στα παιδιά τους ."
Στην κατεύθυνση αυτή κρίνεται σκόπιμο να ερευνηθεί η πραγματική σημερινή κατάσταση των σχέσεων του εκπαιδευτικού συστήματος με τους γονείς , την ώρα που τα φώτα της γιορτής για το Διεθνές ΄Ετος Οικογένειας χαμηλώνουν και να διαπιστωθεί αν οι σχετικές αποφάσεις του Ο.Η.Ε. βρίσκονται υπό υλοποίηση ή αν αντίθετα αληθεύουν οι ισχυρισμοί του Gerzon για τους "τεχνικούς γονιούς ". Λαμβάνοντας υπόψη πως η έκταση του θέματος καθιστά αδύνατη τη συνολική του προσέγγιση , η παρούσα έρευνα θα περιοριστεί στην εξέταση των σχέσεων των δασκάλων με τους γονείς των μαθητών τους . Η επιλογή αυτή στηρίζεται στην άποψη πως η επικοινωνία του δασκάλου με τους γονείς αποτελεί το θεμέλιο της σύνδεσης του σχολείου με το σπίτι και κατά προέκταση της συνεργασίας του εκπαιδευτικού συστήματος με την οικογένεια .
Η οριοθέτηση του πεδίου έρευνας με αφετηρία τις αποφάσεις του Ο.Η.Ε. αποβλέπει όχι μόνο στην ενίσχυση του οικογενειακού θεσμού αλλά και στη βελτίωση του έργου της αγωγής ,αφού η συνεργασία του σχολείου με τους γονείς αποτελεί γνώρισμα του αποτελεσματικού σχολείου , σύμφωνα με τα πορίσματα σχετικών ερευνών ( Διονυσίου , 1992 ). Σημαντικό όμως μειονέκτημα των έως τώρα ερευνητικών δεδομένων αποτελεί η ελλιπής καταγραφή αυτών των σχέσεων , κενό που αισιοδοξεί να καλύψει η παρούσα έρευνα , εστιάζοντας την προσοχή της στο πως και πόσο αυτές οι σχέσεις βιώνονται , επιδιώκονται , καλλιεργούνται , ενδυναμώνονται και αξιοποιούνται μέσα στη ζωντανή σχολική πραγματικότητα από τους πρωτεργάτες των επάλξεων της πρώτης γραμμής της παιδείας , τους εκπαιδευτικούς της Δημοτικής Εκπαίδευσης .
Στα πλαίσια αυτά η παρούσα έρευνα επιδιώκει να διακριβώσει αν υπάρχει αποτελεσματική επικοινωνία του δασκάλου με την οικογένεια και ευνοϊκό κλίμα για την αναβάθμιση του ρόλου των γονιών στην εκπαίδευση των παιδιών τους.
Κρίθηκε επίσης σκόπιμο να αναζητηθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη στάση και τη συμπεριφορά των δασκάλων απέναντι στους γονείς ώστε η έρευνα να μην περιοριστεί στην απλή καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης , αλλά να καταλήξει σε εποικοδομητικές προτάσεις βελτίωσής της.
2. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Βασικός σκοπός της έρευνας είναι να περιγράψει τις σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς των μαθητών τους έτσι όπως αυτές διαδραματίζονται μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας του σχολείου με την οικογένεια. Επιπρόσθετα και ως δευτερεύουσας σημασίας στόχο θέτει τη συσχέτιση των σχέσεων των δασκάλων με τα ατομικά και δημογραφικά τους χαρακτηριστικά καθώς και με το βαθμό ικανοποίησης από το επάγγελμά τους. Η έρευνα θα καταγράψει επίσης ως παρεμβαλλόμενες μεταβλητές τις πηγές γνώσης συνεργατικών μεθόδων των δασκάλων , ώστε να διευκολυνθεί η εξαγωγή συμπερασμάτων . Αναλυτικότερα οι σκοποί της έρευνας είναι :
1. Να σκιαγραφήσει τις σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς και συγκεκριμένα τις επικοινωνιακές διαδικασίες ανάμεσά τους και το κλίμα ( κοινωνικό - ψυχολογικό ) που τις διέπει .
2. Να συσχετίσει τη στάση και τη συμπεριφορά των δασκάλων στο ζήτημα της συνεργασίας σχολείου - οικογένειας με τα ακόλουθα ατομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά τους : Ηλικία , φύλο , τίτλους σπουδών , χρόνια και τόπο υπηρεσίας καθώς και με το βαθμό ικανοποίησης που δηλώνουν από το επάγγελμά τους .
3. Να διερευνήσει από πού αντλούν οι δάσκαλοι γνώσεις για το χειρισμό θεμάτων συνεργασίας με τους γονείς ( παιδαγωγική κατάρτιση , εμπειρία , γνώμες και συμβουλές τρίτων )
_____________________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
[...]
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ " ΣΧΕΣΕΙΣ "
Στα ελληνικά η λέξη "σχέση " ετυμολογείται από το ρήμα έχω και ιδιαίτερα από το απαρέμφατο του αορίστου β΄ έσχον .
Στον Αριστοτέλη η λέξη " σχέση " αναφέρεται ως μία από τις κατηγορίες του , δηλώνοντας το προς τι .
Σύμφωνα με τον Lalande ( 1962 ) η " σχέση " τονίζει την αναφορικότητα προς κάτι , εκφράζοντας την προϋπαρξη ενός δεσμού που λογικοποιείται .
Στις ανθρώπινες σχέσεις ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της αναφορικότητας , της συνάφειας , της κοινωνίας του ανθρώπου προς κάποιο αντικείμενο , άβιο , έμβιο , το συνάνθρωπο , το Θεό , ακόμη και προς τον ίδιο τον εαυτό του . ( Μαρκαντώνης , 1975 )
Σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο ( έννοια του όρου ) Ο Κοσμόπουλος ( 1990 ) παρατηρεί πως ο όρος "σχέση" ανθρώπου προς άνθρωπο ερμηνεύεται τόσο ως κατηγορία του "είναι" ( επιθυμία μίμησης-ταύτισης) όσο και ως κατηγορία του "έχειν" ( επιθυμία κατοχής του άλλου ) . Η άποψη αυτή , παραπέμπει στις θεωρίες του περσοναλισμού, σύμφωνα με τις οποίες το ανθρώπινο ον προσέρχεται στη σχέση με το συνάνθρωπο ανάλογα με το βαθμό ωριμότητας της προσωπικότητάς του . Απαραίτητη προϋπόθεση , τονίζει ο Μαραθεύτης ( 1986 ) , για να μπορέσει το άτομο να δημιουργήσει ισότιμες σχέσεις με τον Άλλο , σχέσεις δηλαδή αμοιβαιότητας ΕΓΩ - ΣΥ , είναι να αποκτήσει ένα σταθερό αίσθημα για τη δική του υπόσταση . Ταυτόχρονα η αμοιβαιότητα στη σχέση με το συνάνθρωπο συντελεί στην ολοκλήρωση του ανθρώπου σε πρόσωπο (αυτοπραγμάτωση). Στις διαπροσωπικές σχέσεις , σημειώνει ο Μπαλάσκας (1989 ) , είναι δυνατή η πραγμάτωση της προσωπικής ύπαρξης , δηλαδή η ολοκλήρωση του "εγώ" με τη συγχώνευσή του στο "εμείς" . Τις απόψεις αυτές συνεπικουρεί η θεωρία του Maslow ( 1962 ) , σύμφωνα με την οποία η αυτοπραγμάτωση , άρα και οι αμοιβαίες σχέσεις προς τους άλλους , προϋποθέτουν την ικανοποίηση όλων των άλλων αναγκών του ατόμου , ερμηνεία που αποδέχεται και η αναπτυξιακή θεωρία του Erikson ( Πασσάκος , 1979 ) .
Οδηγούμαστε , λοιπόν , στο συμπέρασμα πως η έννοια του όρου "σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο" επιδέχεται διαφορετική ερμηνεία ανάλογα με το βαθμό ωριμότητας και ικανοποίησης που χαρακτηρίζει τους μετέχοντες κι επομένως εξαρτάται αφενός από τα ατομικά τους χαρακτηριστικά και αφετέρου από τις συνθήκες του περιβάλλοντος εντός του οποίου διαβιούν .
2. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο κοινωνικό . Κύρια πηγή της ευτυχίας του ήταν ανέκαθεν οι σχέσεις του προς άλλα πρόσωπα, δηλαδή η ψυχική του επικοινωνία με τον άλλο. ( Μαραθεύτης , 1986 ) Στον αιώνα μας όμως το ενδιαφέρον για τις διανθρώπινες σχέσεις σημείωσε έξαρση ως αποτέλεσμα των πρόσφατων κοινωνικο - ιστορικών εξελίξεων και των επιστημονικών ανακαλύψεων :
1. Η αστικοποίηση των πληθυσμών οδήγησε τον άνθρωπο σε νέες συνθήκες που απαιτούσαν αυξημένη συνεργατική διάθεση ( Τσουρέκης , 1981 )
2. Η θεωρία του Freud κίνησε το ενδιαφέρον για τη μελέτη των ανθρώπινων διασχετικών φαινομένων . Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι αργότερα , με τη "δυναμική των ομάδων" και ο C. Rogers στη συνέχεια μελέτησαν και ερεύνησαν το φαινόμενο της εξάρτησης του ανθρώπου από το συνάνθρωπο .( Μπέλλας , 1985 )
3. Η σπατάλη ζωής στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ανέπτυξε ως αντίρροπο μηχανισμό το αίτημα της ειρηνικής συνύπαρξης και αρμονικής συνεργασίας της Πανανθρώπινης Κοινότητας και την πίστη στις αξίες της Ζωής και του Ανθρώπου - Συνανθρώπου . ( Κοσμόπουλος , 1990 )
4. Σήμερα ,η περιπλοκότητα της κοινωνίας μας επιβάλλει σε κάθε άτομο να δημιουργεί ευχάριστες σχέσεις με τους άλλους . Η ανάγκη για επικοινωνία γίνεται παντού αποδεκτή και οδηγεί στην υιοθέτηση αρχών που ενισχύουν κοινές προσπάθειες στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και στους άλλους διεθνείς οργανισμούς για διακανονισμό διαφορών με βάση την επικοινωνία . ( Λεοντίου , 1990 )
Το κλίμα αυτό , συνδυασμένο και με τις εξελίξεις των επιστημών της Αγωγής , συμβάλλει σήμερα καθοριστικά στην αναγκαιότητα σχέσεων των δασκάλων με τους γονείς.
3. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΑΣΚΑΛΩΝ - ΓΟΝΕΩΝ
Μέχρι το 19ο αιώνα η έννοια της συνεργασίας του σχολείου με την οικογένεια ήταν ανύπαρκτη . Οι γονείς σπάνια πήγαιναν στο δάσκαλο για να συζητήσουν τις προόδους και τα προβλήματα του παιδιού . ( Ντράικωρς , 1976) Παράγοντες που από τότε βαθμιαία συνέβαλαν στην αναγνώριση του ζωτικού ρόλου των σχέσεων δασκάλων - γονέων στη ζωή του παιδιού στο σχολείο υπήρξαν κυρίως οι ακόλουθοι :
1. Οι πρόοδοι της ψυχολογίας και ιδιαίτερα της ψυχολογίας του Παιδιού και της Εξελικτικής ψυχολογίας . Στις αρχές του 20ου αιώνα οι θεωρίες του homunculus και των συνειρμιστών παραχώρησαν τη θέση τους στην αντίληψη του ενιαίου όλου του ψυχικού βίου και την ανάγκη κατανόησης των ατομικών διαφορών των μαθητών . Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κουρνιάς (α.χ. :36 ) : " Για να πετύχει στην αποστολή της η αγωγή πρέπει να γνωρίζει την ψυχικότητα των μαθητών γενικώς και τις ψυχικές ιδιορρυθμίες εκάστου ιδιαιτέρως ". Η ανάγκη κατανόησης των παιδιών άνοιξε το κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στο σπίτι και το σχολείο αφού "οι πληροφορίες των γονιών ζωγραφίζουν ένα φόντο στην εικόνα του παιδιού που ο δάσκαλος δε θα μπορούσε να αποσπάσει με άλλο τρόπο " ( Stout & Langdom , 1967). Παράλληλα η ψυχολογία του βάθους , επισημαίνοντας το ρόλο της οικογένειας στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού , έστρεψε το ενδιαφέρον των παιδαγωγών στην έρευνα του οικογενειακού περιβάλλοντος , ενισχύοντας την επικοινωνία δασκάλων - γονέων.
2. Η πρόοδος των κοινωνιολογικών ερευνών για τη σχέση οικογενειακού υπόβαθρου - σχολικής επίδοσης . Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι αντιλήψεις για την επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος στην ανταπόκριση του παιδιού στο σχολείο άλλαξαν. Η διάσημη φράση του Μπουρντιέ , πως το σχολείο ευνοεί τους ευνοημένους και αδικεί τους αδικημένους , κλόνισε τη θεωρία των ίσων ευκαιριών και οδήγησε στην απαίτηση της εξίσωσης των αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης . Η ευθύνη για τη σχολική επιτυχία ή αποτυχία μεταφέρθηκε από το παιδί και την οικογένεια στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα . Χρέος τώρα της εκπαίδευσης είναι να γίνει διορθωτική των διαφορών που προέρχονται από το οικογενειακό περιβάλλον και να αντισταθμίσει τις ανισότητες που προϋπάρχουν του σχολείου . (Φραγκουδάκη , 1985 : 87 ) Παράλληλα αποκαλύφθηκε πως η κοινωνικο - οικονομική προέλευση της οικογένειας δεν αποτελεί εμπόδιο όταν οι άλλοι παράγοντες είναι ευνοϊκοί ( Banks , 1987 ) και πως η εκπαιδευτική στέρηση οφείλεται κυρίως στη στάση των γονιών έναντι του έργου του σχολείου και στο ενδιαφέρον τους για τη μόρφωση των παιδιών τους . (Douglas , 1964 , Plowden Report , 1967 ) Στα πλαίσια αυτά η δημιουργία θετικού κλίματος στις σχέσεις του σχολείου με την οικογένεια θεωρήθηκε απαραίτητη.
3. Οι παιδαγωγικές έρευνες . Ο επιστημονικός χαρακτήρας της Παιδαγωγικής μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο επέτρεψε τον εντοπισμό των παραγόντων που συμβάλλουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του έργου του σχολείου . Στους παράγοντες αυτούς συγκαταλέγονται οι αρμονικές σχέσεις του δασκάλου με τους γονείς , η τακτική επικοινωνία μαζί τους αλλά και η ουσιαστική συμμετοχή τους στο πρόγραμμα του σχολείου . ( Hobson , 1976 , Lindner , 1988, )
4. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ
Η επικοινωνία είναι το θεμέλιο όλων των διαπροσωπικών σχέσεων (Λεοντίου, 1990 ) . Η ιδιαίτερη σπουδαιότητά της στις σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς τονίστηκε από τον Austin ( 1988 ) στην έκθεσή του για τα αποτελεσματικά σχολεία αλλά και από πολλούς ερευνητές τόσο στο εξωτερικό ( Rich et al. , 1979 Dean , 1983 , Gotts , 1989 ) όσο και στην Ελλάδα και στην Κύπρο ( Φλουρής , 1989 , Δημητρακόπουλος , 1994 , Διονυσίου ,1992 ) . Ο πολύτιμος ρόλος της συνίσταται στα ακόλουθα:
1. Φέρνοντας σε επαφή γονείς και εκπαιδευτικούς , αυξάνει τη μεταξύ τους συμπάθεια και δημιουργεί θετικές στάσεις στους γονείς απέναντι στο έργο του σχολείου . ΄Οσο συχνότερες είναι οι επαφές μεταξύ των ανθρώπων τόσο μεγαλώνει και η συμπάθεια του ενός προς τον άλλο , παρατηρεί ο Hofstater ( 1978 ) .
2. Η ενημέρωση των γονιών τόσο για την επίδοση και τη συμπεριφορά των μαθητών όσο και για τους σκοπούς , τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες που έχει το σχολείο αυξάνει το ενδιαφέρον τους για τη μόρφωση των παιδιών τους . ( Stout & Langdom , 1967 )
3. Πληροφορώντας το δάσκαλο για το οικογενειακό περιβάλλον των μαθητών του τον βοηθά να κατανοήσει τις ατομικές τους διαφορές . (Παρασκευόπουλος , α.χ. )
4. Βοηθώντας τους γονείς να διευρύνουν τις γνώσεις τους σε θέματα διαπαιδαγώγησης των παιδιών αφενός βελτιώνει την αγωγή των παιδιών στην οικογένεια και αφετέρου καθιστά τους γονείς πολύτιμους συνεργάτες του σχολείου . ( Ντράικωρς , 1976 )
5. Διευκολύνοντας τη συμμετοχή των γονιών στο έργο του σχολείου συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα του έργου που παρέχεται εκεί . (Hobson , 1976 )
6. Με την αξιοποίηση των ιδεών των γονιών συντελεί στον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης και κατ` επέκταση της κοινωνίας . ( Piaget , 1979 )
Τα παιδαγωγικά βιβλία , υιοθετώντας αυτές τις απόψεις , βρίθουν προτροπών και οδηγιών προς τους δασκάλους για αποτελεσματική επικοινωνία με τους γονείς και την οικογένεια . Τονίζουν τι πρέπει ο εκπαιδευτικός να κάνει και τι να αποφεύγει στη συνεργασία του με τους γονείς . Τη βιβλιογραφική όμως ανασκόπηση της παρούσας έρευνας δεν ενδιαφέρουν , όπως τονίστηκε , τα δεοντολογικά στοιχεία για τις σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς αλλά τα πορίσματα των σχετικών ερευνών , τα οποία δυστυχώς είναι ανύπαρκτα για το χώρο της Κύπρου . Με κάθε επιφύλαξη , μεταφέρονται τα ελάχιστα στοιχεία που εντοπίστηκαν από άλλα εκπαιδευτικά συστήματα :
Σειρά ερευνών που έγινε στην Αγγλία τα τελευταία χρόνια , έδειξε πως υπάρχει μεγάλο μπλοκάρισμα στα κανάλια επικοινωνίας μεταξύ σχολείου και οικογένειας . ( Οικογένεια και Σχολείο , τ. 115 : 190 )
Το πανεπιστήμιο του ΄Αλλενσμπαχ διαπίστωσε πως 64 % των σημερινών γονιών παραδέχονται ότι δυσκολεύονται πολύ να βοηθήσουν τα παιδιά τους ( Οικογένεια και Σχολείο , τ. 110 : 163 ) αφήνοντας να διαφανεί τόσο η ελλιπής επικοινωνία δασκάλου γονέων όσο και αδιαφορία του σχολείου για τα προβλήματα της οικογένειας . Την αδιαφορία αυτή τονίζει και ο Πυργιωτάκης ( 1989 ) : " Το σχολείο δε λαβαίνει υπόψη του τις ελλείψεις μιας συγκεκριμένης μερίδας μαθητών , τις αντιπαρέρχεται με αδιαφορία και επιφορτίζει τους μαθητές με υποχρεώσεις που είναι αδύνατον να ανταποκριθούν . "
Η Henderson ωστόσο παρατηρεί πως παιδιά που βοηθούνται στο σπίτι από τους γονείς τους και που έχουν γονείς ενεργά αναμεμιγμένους στα σχολικά πράγματα τείνουν να έχουν στατιστικά μεγαλύτερες πιθανότητες για ακαδημαϊκές επιτυχίες , ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική τάξη της οικογένειας . Παράλληλα ερευνητές όπως ο Bronfenbrenner και η Lightfoot έχουν δείξει τις αρνητικές συνέπειες που φέρνει η διαταραγμένη ( ή η ανύπαρκτη ) επικοινωνία δασκάλων γονιών στη σχολική επίδοση του μαθητή . ( Οικογένεια και Σχολείο , τ. 104 : 116 - 117 )
Η έρευνα του Ξωχέλλη ( 1984 ) στον Ελλαδικό χώρο εντόπισε πως η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών ( 90,1 % ) δηλώνει ότι συνεργάζεται με τους γονείς . Στην ίδια όμως έρευνα διαπιστώθηκε πως οι δάσκαλοι έχουν προβλήματα στις σχέσεις τους με τους γονείς για τα οποία μάλιστα την ευθύνη αποδίδουν κυρίως στους γονείς και ιδιαίτερα στην άγνοια που έχουν για το έργο του σχολείου . Τα στοιχεία αυτά φανερώνουν την μη αποτελεσματική επικοινωνία δασκάλων - γονέων και το διαταραγμένο κλίμα των διαπροσωπικών τους σχέσεων.
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαίωσε και η έρευνα του Πυργιωτάκη ( 1992 ) : Οι δάσκαλοι στην Ελλάδα θεωρούν ως δεύτερο παρεμποδιστικό παράγοντα στην εργασία τους τις σχέσεις με τους γονείς ( με πρώτο την ελλιπή παιδαγωγική τους κατάρτιση ).
Στην Κύπρο , αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για την επικοινωνία του σχολείου με το σπίτι , έμμεσα όμως διαφαίνεται πως δε λειτουργεί αποτελεσματικά αφού το εκπαιδευτικό της σύστημα χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό σχολικής επιτυχίας ,το οποίο μάλιστα έχει αποδειχθεί πως δε συνδέεται με το δείκτη νοημοσύνης αλλά με την οικογενειακή προέλευση του μαθητή . ( Γεωργίου , Α., 1994 )
5. ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Η οικοσυστημική προσέγγιση του πλέγματος των σχέσεων των δασκάλων με τους γονείς επιβάλλει τη συνεξέταση τόσο της συμπεριφοράς και στάσης των άμεσα συμμετεχόντων σ` αυτές όσο και των επιδράσεων πλήθους άλλων παραγόντων που τις επηρεάζουν.
Το σαρτρικό απόφθεγμα "όπως και νάχει το πράγμα είμαστε σημαδεμένοι από την εποχή μας " ερμηνεύει σε ικανοποιητικό βαθμό τα όσα διαμοίβονται ανάμεσα στους επίσημους φορείς της θεσμοθετημένης εκπαίδευσης και τους φυσικούς εκπροσώπους της ανήλικης νέας γενιάς . Η εποχή μας , εποχή της " κατολίσθησης όλων των αξιών ", όπως τη χαρακτήρισε ο Max Scheler , και της "δυσφορίας στον πολιτισμό" , όπως εντόπισε ο Freud , δεν ευνοεί τις διαπροσωπικές σχέσεις , δυσχεραίνει την επικοινωνία , απομονώνει και αλλοτριώνει τους ανθρώπους . ( Φίλιας , 1980 ) Οι σημερινές σχέσεις , παρατηρεί ο Κοσμόπουλος ( 1990 ) , είναι "σχέσεις" κατ` ευφημισμό . Μαρτυρούν την ξενικότητα και το φόβο των ανθρώπων , σχέσεις που σε μεγάλο βαθμό φανερώνουν το "άσχετο" των ανθρώπων .
Ταυτόχρονα , ως αγωγοί κοινωνικοποίησης οι γονείς και οι δάσκαλοι βιώνουν έντονα τους κραδασμούς που συνεπάγεται ο εκκοινωνισμός του ανθρώπου , καθώς αυτό που πράγματι διακυβεύεται από τη μεταξύ τους συνεργασία είναι η σχέση ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία , διαδικασία που δεν αποκαλύπτεται σε όλη της την έκταση και που ευλαβικά εξωραϊζεται σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας του σχολείου , με γνώμονα τη σχολική επίδοση και το βαθμό πειθαρχίας του μαθητή . Κατ` αυτήν την έννοια τα προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις είναι αδύνατον να αποδοθούν απλοϊκά είτε στους γονείς είτε στους δασκάλους .
Γονείς
Κανείς δεν μπορεί να επιρρίψει ευθύνη στους σημερινούς γονείς για αδιαφορία , αγνοώντας προκλητικά την υπεραπασχόληση των εργαζομένων που μαστίζει την εποχή μας , ούτε όμως και για άγνοια του έργου του σχολείου , όταν οι υπεύθυνοι φορείς αποφεύγουν να τους ενημερώσουν και να τους διαφωτίσουν για τα θέματα που αφορούν την εκπαίδευση των παιδιών τους . ΄Οσο δε για τις παρεμβάσεις των γονιών στο έργο του δασκάλου, είναι απόλυτα φυσικό η αγωνία για το μέλλον των παιδιών τους να προκαλεί το αυξημένο ενδιαφέρον τους για το τι συμβαίνει πίσω από την κλειστή πόρτα της τάξης . Θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα αν οι γονείς συμμετείχαν ενεργά στα όργανα εκείνα που αποφασίζουν , εκτελούν και αξιολογούν το παρεχόμενο εκπαιδευτικό έργο ή αν το σχολείο εφάρμοζε πολιτική ελεύθερης εισόδου των γονιών στο σχολείο . Η παρακολούθηση του μαθήματος από τους γονείς θεωρείται ιδιαίτερα αποτελεσματικός τρόπος για τη βελτίωση των σχέσεων μαζί τους.( Οικογένεια και Σχολείο, τ.110:178-182 & τ.111: 217-220 )
Εξάλλου η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναγνωρίζει στους γονείς το ρόλο του πρωταγωνιστή στην εκπαίδευση των παιδιών τους , άποψη που ενισχύεται από τις παρατηρήσεις του Ν. Λεοντίου ( 1985 ) : Οι γονείς είναι στην πλειονότητά τους σήμερα μορφωμένοι και έτοιμοι να αναλάβουν στα σοβαρά το ρόλο της ορθής διαπαιδαγώγησης των παιδιών τους . Η απόρριψη του δικαιώματος των γονιών " να επιλέγουν κατά προτεραιότητα το είδος της εκπαίδευσης που θα δώσουν στα παιδιά τους " παραπέμπει σε προβληματισμό για το ποιος θεωρείται αρμόδιος γι` αυτό το ρόλο . Ο Χ. Κωνσταντίνου ( 1994 ) αναφέρει χαρακτηριστικά : "Τις εντολές που οφείλει να εκτελέσει το σχολείο , τις έχουν διαμορφώσει άνθρωποι της εκπαιδευτικής πολιτικής , οι οποίοι δεν είναι οπωσδήποτε παιδαγωγοί . "
Θα πρέπει εδώ να τονιστεί πως πολλοί σύγχρονοι παιδαγωγοί τάσσονται υπέρ της διεύρυνσης της συμμετοχής των γονιών στο έργο της εκπαίδευσης. " Η αποκέντρωση της εκπαίδευσης θα στηριχτεί σε μια ουσιαστική συμμετοχή των γονιών στο έργο της εκπαίδευσης " , γράφει ο Θ. Γέρου ( 1978 : 53 ) . Ο Ν. Παπαξενοφώντος ( Οικογένεια και Σχολείο , τ. 94 ) προτείνει συμμετοχή των γονιών ακόμη και στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου.
Το θετικό είναι πως και η επίσημη Πολιτεία στην Κύπρο αποδέχεται σε σημαντικό βαθμό αυτές τις θέσεις . Σε συνέδριο διευθυντών , τον Ιούνιο του 1993 , το υπουργείο Παιδείας , δια στόματος Ν. Λεοντίου , δήλωσε πως οι γονείς πρέπει να συμμετέχουν σε τομείς χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής και πως η συντηρητικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος είναι απαραίτητο να διαταραχθεί . Ο ίδιος όμως τόνισε , πως ο συνεταιρισμός με τους γονείς πρέπει να υπόκειται στον περιορισμό " έκαστος εφ`ω ετάχθη " , δηλαδή να διαφυλαχθούν οι διαδικασίες αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης από τις παρεμβάσεις των γονιών . ( Πρακτικά συνεδρίου : 33-39) Με τις απόψεις αυτές , συμφώνησαν και οι επίσημοι εκπρόσωποι των δασκάλων της Κύπρου , υπογραμμίζοντας πως άλλο συνεργασία και άλλο επεμβάσεις στο έργο του σχολείου . ( Πρακτικά Συνεδρίου : 40-44)
Σίγουρα υπάρχει αρκετή δόση αλήθειας σ` αυτή την επισήμανση . " Στις αναπτυγμένες χώρες μια μεγάλη αναλογία των γονέων έχει πανεπιστημιακή μόρφωση και ως εκ τούτου είναι σε θέση να αμφισβητήσει την υπεροχή του εκπαιδευτικού . " ( Κόκκοτας , 1983 : 88 ) Το αποτέλεσμα είναι οι δάσκαλοι να αποκομίζουν την εντύπωση πως οι γονείς τους αντιμετωπίζουν υποτιμητικά. [...]
_______________________________________
- Η έρευνα αυτή έχει πραγματοποιηθεί από τη Μαρία Λαμπρίδου, δασκάλα μετεκπαιδευθείσα στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου