_________________________________
ΠΗΓΗ ΕΙΔΗΣΗΣ
http://thesprotia-news.blogspot.com/2011/04/blog-post_3875.html
Για περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής παρακαλείστε να επικοινωνήσετε στο τηλ: 6948595088 (Καλαντζή Μαρία) μέχρι την Πέμπτη 10/03/2011.
Σημειώνουμε και τη διεύθυνση της ιστοσελίδας και του συλλόγου: http://www.perivallon-thesprotia.gr/index.html Ελευθερίας 7 (παλιό δημαρχείο)- 46100 Ηγουμενίτσα - 26650 21150
Στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού μπορείτε να διαβάσετε τις ακόλουθες πληροφορίες για τα Γίτανα ή Γιτάνη όπως παλιότερα αποκαλούσαμε το χώρο:
http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2640
Η Γιτάνη, δεύτερη -κατά χρονολογική σειρά- πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών, ταυτίζεται με τα ερείπια οχυρωμένου οικισμού στη νοτιοδυτική πλαγιά του βουνού της Βρυσέλλας, στη συμβολή του Καλπακιώτικου με τον ποταμό Καλαμά (αρχαίος Θύαμις).
Από την προνομιακή της θέση ήλεγχε την έξοδο του πλωτού, τότε, ποταμού προς τη θάλασσα.
Στα εκατόν πενήντα περίπου χρόνια ζωής της, από την ίδρυσή της το 335/330 π.Χ. έως και την κατάληψή της από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., η πόλη αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά, διοικητικά και οικονομικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής του Ιόνιου. Οι επιγραφικές μαρτυρίες και οι φιλολογικές πηγές, σε συνδυασμό με τα πορίσματα των πρόσφατων ερευνών, επιτρέπουν την ταύτιση της προαναφερθείσας θέσης με την αρχαία Γιτάνη.
Η παλαιότερη πληροφορία για την ύπαρξη της Γιτάνης σαν έδρας του Κοινού των Θεσπρωτών μαρτυρείται από το περιεχόμενο ενός απελευθερωτικού ψηφίσματος που βρέθηκε στο χώρο της Αγοράς, το οποίο χρονολογείται μεταξύ του 350 και 300 π.Χ., ενώ επιβεβαιώνεται και από την αρχαία γραπτή παράδοση (Λίβιος, Πολύβιος).
Η τελευταία γραπτή μαρτυρία για την πόλη (Λίβιος) χρονολογείται το φθινόπωρο του 172 π.Χ., έτος κατά το οποίο έφθασαν στην Ήπειρο Ρωμαίοι απεσταλμένοι με αφορμή την προετοιμασία της οργάνωσης των πολεμικών επιχειρήσεων εν όψει της επικείμενης έναρξης του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου.
Η εύρεση 3.000 πήλινων σφραγισμάτων, πάνω στα οποία αναγράφεται σε δωρική διάλεκτο το όνομα «ΓΙΤΑΝΑ», κατά την ανασκαφή μεγάλου δημοσίου κτιρίου («Κτίριο Α»), το οποίο ταυτίζεται με το Μητρώο-Αρχείο της πόλης, επιβεβαιώνει την ταύτιση του ονόματος με το σωζόμενο από τη φιλολογική παράδοση.
Ο αρχαίος οικισμός περιβάλλεται στις τρεις πλευρές -σαν χερσόνησος- από τον ποταμό Καλαμά. Στα βορειοανατολικά ο ορεινός όγκος της Βρυσέλλας, όπου και η ακρόπολη της Γιτάνης, δεσπόζει στο εσωτερικό της δελταϊκής πεδιάδας, που σχηματίστηκε από τις προσχώσεις του ποταμού και παρέχει επιπλέον φυσική προστασία στην αρχαία πόλη.
Η προνομιούχος -από άποψη κάλλους και οχύρωσης- θέση σε συνδυασμό με την άμεση πρόσβαση στους φυσικούς πόρους της περιοχής συντέλεσαν στην πρώιμη κατοίκηση της περιοχής από τους προϊστορικούς, ήδη, χρόνους, καθώς παρείχαν αυτάρκεια και ασφάλεια στους κατοίκους. Αυτό υποδεικνύεται από την εύρεση πυριτολιθικών λεπίδων και προϊστορικών οστράκων στην ευρύτερη περιοχή του αρχαιολογικού χώρου.
Κατά την αρχαιότητα, ο ποταμός ήταν πλωτός από τις εκβολές του στο Ιόνιο μέχρι, τουλάχιστον, το ύψος της Γιτάνης, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ανάπτυξη του οικισμού ως σημαντικού εμπορικού κέντρου.
Μέσω του υδάτινου αυτού δρόμου και των παραποτάμιων οδικών αρτηριών, διακινούνταν άνθρωποι και αγαθά -σε ένα κατά τα άλλα δύσβατο τοπίο- και εξασφαλιζόταν η πρόσβαση προς τη θάλασσα, αλλά και την εύφορη ποτάμια κοιλάδα, όπου βρίσκονταν οι σημαντικοί οικισμοί της Λυγιάς και της Μαστιλίτσας.
Ταυτόχρονα, υπήρχε άμεση επικοινωνία με τις άλλες μεγάλες πόλεις κατά μήκος του ποταμού (αρχαία Φανοτή, οικισμός στη Ραβενή κ.α.) αλλά και εκείνες στα παράλια της Θεσπρωτίας (Ελίνα κ.α.).
Η ίδρυση της αρχαίας πόλης τοποθετείται, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις αρχαίες πηγές, στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή η οποία συμπίπτει με την προσάρτηση της νότιας Κεστρίνης, της περιοχής δηλ. που οικοδομήθηκε ο οχυρωμένος οικισμός.
Η κατοίκηση στη Γιτάνη συνεχίζεται χωρίς διακοπή και στους ελληνιστικούς χρόνους, όπως αποδεικνύεται από τα κτίρια που έχουν ανασκαφεί εντός του οικισμού, αλλά και από τα ευρήματα των τάφων στα βορειοανατολικά της οχύρωσης και δυτικά του φράγματος του Καλαμά.
Αντίθετα, δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά λείψανα που θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στην περίοδο μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους. Όπως μαρτυρούν τα εκτεταμένα στρώματα καταστροφής των ανασκαμμένων κτιρίων, φαίνεται ότι ο αρχαίος οικισμός καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε οριστικά το 167 π.Χ.
Συντάκτης
Λάζου Θεοδώρα/Λάμπρου Βασιλική/Γκάνια Χριστίνα, Ιστορικός-Αρχαιολόγος ΛΒ΄ ΕΠΚΑ/Αρχαιολόγος ΛΒ΄ ΕΠΚΑ/ Επί συμβάσεια αρχαιολόγος ΛΒ' ΕΠΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου